Αγαπητέ Ίακχε, διάβασα τις θέσεις σας για την επαπειλούμενη κατάργηση της επιδότησης αγοράς ή ανέγερσης κατοικίας και θα ήθελα να εκφράσω την αντίθετη άποψή μου. Πέρα από τυχόν νομικά κωλύματα της διάταξης (βλ. άρθρο στην Σημερινή), είμαι σίγουρος, χωρίς καν να έχω συγκεκριμένα στοιχεία, ότι το όφελος από την διάταξη αυτή είναι μεγαλύτερο από το κόστος της.
Προς κατάργηση η επιδότηση αγοράς ή ανέγερσης κατοικίας δημόσιων υπαλλήλων προβληματικών περιοχών…
Όπως είναι γνωστό, στην παράγραφο 4 του άρθρου 64 του Ν. 1943/1991, όπως το τελευταίο ισχύει σήμερα, ορίζεται ότι: «Σε υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, καθώς και των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου που τοποθετούνται σε υπηρεσία προβληματικής περιοχής ή μετατίθενται ή μετατάσσονται από υπηρεσία μη προβληματικής περιοχής σε υπηρεσία προβληματικής περιοχής ή από υπηρεσία προβληματικής περιοχής σε υπηρεσία άλλης προβληματικής περιοχής, εφόσον, μετά από πενταετή παραμονή, δηλώσουν ότι επιθυμούν να παραμείνουν στην ίδια περιοχή για μια ακόμα δεκαετία και προβούν στην αγορά κατοικίας ή σε ανέγερση κατοικίας επί ιδιόκτητου οικοπέδου στην περιοχή αυτή, καταβάλλεται το 40% της αξίας της κατοικίας ή της αξίας του κτίσματος σε περίπτωση ανέγερσης, όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται από την αρμόδια φορολογική αρχή, κατά το χρόνο αγοράς της κατοικίας ή κατά το χρόνο περάτωσης των εργασιών ανέγερσης.». Σκοπός της ρύθμισής αυτής είναι η ενίσχυση της οικονομίας των προβληματικών περιοχών καθώς και η μέσω παροχής κινήτρων επίτευξη του σκοπού της αποκέντρωσης του κράτους.
Με την υπ’ αριθμ.ΔΙΔΑΔ/Φ48Α/38οικ. 33004/11-12-2008 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υφυπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και άρχισε να ισχύει από τις 22-12-2008 (ΦΕΚ Β 2599/22.12.2008) καθορίστηκε και ο Νομός Σερρών ως προβληματική περιοχή, υπό την έννοια του ως άνω νόμου. Έτσι, από τα τέλη του έτους 2008 μέχρι και σήμερα οι υπάλληλοι των δημοσίων υπηρεσιών, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, καθώς και των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου του νομού μας χαίρουν της πολύ σημαντικής αυτής παροχής, που αναμφίβολα αποτελεί έναν πολύ σοβαρό λόγο για την συγκράτησηανθρώπινου δυναμικού στην ευρισκόμενη εδώ και χρόνια σε οικονομικό μαρασμό περιοχή μας.
Με μεγάλη λύπη, όμως, πληροφορείται κανείς ότι στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του νομοσχεδίου «Ρύθμιση για την ανάπτυξη και την δημοσιονομική εξυγίανση- Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης» ορίζεται ότι «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται η παράγραφος 4 του άρθρου 64 του ν. 1943/1991 (Α’ 50), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2085/1992 (Α’ 170) και το άρθρο 10 του ν. 3320/2005 (Α’ 48) και παύει η χορήγηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές επιδότησης αγοράς ή ανέγερσης κατοικίας, ανεξάρτητα από το χρόνο τοποθέτησης, μετάθεσης ή μετάταξης του υπαλλήλου σε υπηρεσία προβληματικής περιοχής». Με απλά λόγια, η παραπάνω παροχή, που αποτέλεσε έναν βαρύνοντα ή ίσως και τον μοναδικό ακόμη λόγο προκειμένου αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι να ζητήσουν να διοριστούν ή να μετατεθούν στην περιοχή μας πλέον καταργείται και μάλιστα ανεξάρτητα από τον χρόνο τοποθέτησης, μετάθεσης ή μετάταξης του υπαλλήλου.
Έτσι, ανατρέπεται άρδην ο κοινωνικοοικονομικός προγραμματισμός ολόκληρων οικογενειών που βρίσκονται προ μια απρόοπτης δυσμενέστερης κατάστασης, ενισχύοντας το αίσθημα διάψευσης της εμπιστοσύνης των εν λόγω πολιτών απέναντι στο κράτος σε μια εποχή πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης. Μάλιστα, το αίσθημα αυτό γίνεται ακόμη οξύτερο, όταν διαβάζει κανείς την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νομοσχεδίου στην οποία αναφέρεται ότι «Με την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 2 καταργείται, μετά την έναρξη ισχύος της προτεινόμενης διάταξης, η παροχή του παρακάτω κινήτρου, δεδομένου ότι εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους θεσπίστηκε.».
Είναι απορίας άξιο το πώς το ξερίζωμα κεκτημένων κοινωνικών δικαιωμάτων, που γίνεται στο πλαίσιο της περιστολής των δημόσιων δαπανών, βαπτίζεται ως δήθεν «ρύθμιση για την ανάπτυξη», που μάλιστα δικαιολογείται με το σκεπτικό ότι πλέον δεν υπάρχουν λόγοι ενίσχυσης της οικονομίας των προβληματικών περιοχών και προώθησης της αποκέντρωσης του κράτους, τη στιγμή που είναι αδιαμφισβήτητο ότι η οικονομία των προβληματικών περιοχών, του νομού Σερρών συμπεριλαμβανομένου, βρίσκεται σε καθίζηση και οι νέοι τις εγκαταλείπουν ολοένα και περισσότερο. Το μέτρο αυτό σε συνδυασμό με την κατάργηση πολλών περιφερειακών σχολικών μονάδων και άλλων δημόσιων υπηρεσιών υποδηλώνει πως είτε η κυβέρνηση θεωρεί ότι η αποκέντρωση του κράτους έχει επιτευχθεί είτε, ακόμη χειρότερα, ότι κεντρική επιλογή της είναι η διαμόρφωση ενός ακόμη πιο υδροκέφαλου κράτους στο οποίο ρόλο θα έχουν αποκλειστικά η πρωτεύουσα και τρεις τέσσερις μεγάλες πόλεις της περιφέρειας.
Πάντως, όσοι πολίτες θίγονται με την νέα ρύθμιση δεν θα πρέπει να χάνουν κάθε ελπίδα τους, διότι η νέα ρύθμιση, εάν ψηφισθεί ως έχει, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κριθεί από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια ότι αντιτίθεται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη «αρχή της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου». Η αρχή αυτή επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη, πριν από την άρση ή μεταβολή μιας συγκεκριμένης πράξης ή πρακτικής της διοίκησης ή γενικότερα μιας κρατούσας νομικής κατάστασης, η εύλογη πεποίθηση του διοικουμένου ότι η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει. Συνέπεια της συνεκτίμησης της εύλογης εμπιστοσύνης του ιδιώτη κατά την άρση ή μεταβολή της κατάστασης αυτής είναι, είτε να εμποδίζεται η ίδια η μεταβολή, είτε άλλως να προβλέπονται μεταβατικά μέτρα, χωρίς να αποκλείεται, αν και πιο σπάνια, η χορήγηση αποζημίωσης.Περαιτέρω, δεν αποκλείεται η νέα ρύθμιση να θεωρηθεί ότι αντιστρατεύεται το πνεύμα των άρθρων 101 και 102 του ισχύοντος Συντάγματος που καθιερώνουν την αποκέντρωση ως «βασική αρχή που διέπει την οργάνωση της διοικητικής λειτουργίας».
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες προστασίας του κάθε θιγόμενου πολίτη από την νέα ρύθμιση, είναι κρίσιμο και επιβεβλημένο όλοι οι φορείς του νομού Σερρών αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες να διαμαρτυρηθούμε εντονότατα προκειμένου είτε να μην ψηφισθεί η επίμαχη διάταξη είτε έστω να ψηφισθεί περιλαμβάνοντας, όμως, ειδικές μεταβατικές διατάξεις.