Ο ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Στην αρχαία Ελλάδα στο
Χειμερινό ηλιοστάσιο γιόρταζαν τη γέννηση του Διονύσου, γιου του Δία και της
παρθένου Σεμέλης. Τον αποκαλούσαν
«σωτήρα» και «θείο βρέφος». Ήταν ο «καλός ποιμένας», οι ιερείς του οποίου
κρατούσαν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Ο Ήλιος
λατρεύτηκε από τους αρχαίους Έλληνες σαν θεός, εφόσον για εκείνους ο Ήλιος ήταν
ο δημιουργός των εποχών του έτους και του κύκλου των φαινομένων και των
εναλλαγών που σχετίζονται με αυτές, από τη σπορά έως τη βλάστηση και από την
ανθοφορία έως τη συγκομιδή. Τον απεικόνιζαν πάνω σε ένα πύρινο άρμα να ξεκινά
κάθε πρωί, να διατρέχει τον ουρανό και να σκορπίζει το φως στη Γη. Τον ταύτιζαν
επίσης με τον Φοίβο Απόλλωνα, το θεό του φωτός. Αναπαριστούσαν την κίνηση του
Ήλιου με τη ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά το Χειμερινό ηλιοστάσιο και
μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξανόταν το φως του Ήλιου μέχρι την Εαρινή ισημερία,
όταν η ημέρα εξισώνεται με τη νύχτα.
Από τις 17 ως τις 23 Δεκεμβρίου, οι αρχαίοι Ρωμαίοι
εόρταζαν τα Σατουρνάλια και στις 25 Δεκεμβρίου τα Μπρουμάλια (η λέξη υποδηλώνει
τη μικρότερη ημέρα του χρόνου, dies brevissima > brevma > bruma, δηλαδή το χειμερινό ηλιοστάσιο). Σε αυτά τιμούσαν την «ημέρα της γεννήσεως του
αήττητου Ήλιου» (dies natalis invicti Solis), αφού ο Ήλιος από εκείνες τις ημέρες έπαυε να
χαμηλώνει την τροχιά του και άρχιζε να επανέρχεται ψηλά στον ουρανό ως
θριαμβευτής για να ξαναφέρει τη ζέστη και τη ζωή στην παγωμένη φύση.
Ο
Χριστιανισμός λοιπόν υιοθέτησε την ημερομηνία (επισήμως από τον 6ο αιώνα)
αλλάζοντας το τιμώμενο πρόσωπο τοποθετώντας στον «Ήλιο της Δικαιοσύνης» (κατά το τροπάριο
των Χριστουγέννων), τον Ιησού Χριστό, οπότε ο λαός δεν δυσκολεύθηκε να αλλάξει και
πολύ τις εορταστικές του συνήθειες.